στραταρχία

στραταρχία
η
1) маршальство, звание маршала; 2) власть главнокомандующего; 3) период пребывания на посту главнокомандующего

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στραταρχία" в других словарях:

  • στραταρχία — η, ΝΜΑ και στρατιαρχία Μ [στρατ(ι)άρχης] το αξίωμα και η εξουσία τού στρατάρχη νεοελλ. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρετεί κανείς ως στρατάρχης …   Dictionary of Greek

  • στραταρχία — η το αξίωμα του στρατάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραταρχίας — στραταρχίᾱς , στραταρχία office fem acc pl στραταρχίᾱς , στραταρχία office fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραταρχίαν — στραταρχίᾱν , στραταρχία office fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραταρχίαις — στραταρχία office fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιαρχία — ἡ, Μ βλ. στραταρχία …   Dictionary of Greek

  • ταγματοστραταρχία — ἡ, Μ ταγματαρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, ατος + στραταρχία (< στρατάρχης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»